- ηλιθα
- ἤλιθαἤλῐθᾰadv. немало, изрядно, довольно
ληῒς ἤ. πολλή Hom. — немалая добыча;
φύλλων χύσις ἤ. πολλή Hom. — большая груда (опавшей) листвы
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ληῒς ἤ. πολλή Hom. — немалая добыча;
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ήλιθα — ἤλιθα (Α) επίρρ. 1. αρκετά, υπερβολικά («ληίδα συνελάσσαμεν ἤλιθα πολλήν» λάφυρα συγκεντρώσαμε πάρα πολλά, Ομ. Ιλ.) 2. άσκοπα, μάταια («οἵ τε πέτονται ἤλιθα» κι αυτοί πετούν άσκοπα, Καλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. ήλιθα < *ήλιθος < ηλεός*. ΠΑΡ. ηλίθιος] … Dictionary of Greek
ἤλιθα — very much indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηλεός — ἠλεός, ή, ὸν και αιολ. τ. ἆλλος, η, ον (Α) 1. αυτός που έχει σύγχυση στον νου, μαινόμενος, άφρων, μωρός, ηλίθιος 2. αυτός που διαταράσσει τον νου («οἶνος γὰρ ἀνώγει ἠλεός», Ομ. Οδ.) 3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἠλεά ανόητα, με αφροσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
ἤλιθ' — ἤλιτε , ἀλιταίνω sin aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) ἤλιθα , ἤλιθα very much indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)